τρικυμία

τρικυμία
η, ΝΜΑ, και τρικυμιά Ν
μεγάλη θαλασσοταραχή, φουρτούνα
νεοελλ.
μτφ.
1. πνευματική, ψυχική ταραχή («σ' εκείνη την τρικυμιά, που μ' άνοιξε το μνήμα», Σολωμ.)
2. δυσμενής περίσταση, ταλαιπωρία («πέρασε πολλές τρικυμίες στα γεροντάματα»)
αρχ.
1. πολύ μεγάλο κύμα ή το τρίτο κύμα, που είναι συνήθως μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο από τα δύο προηγούμενα («ἑτέραν περιμεῑναι χἀτέρον τρικυμίαν», Μέν.)
2. φρ. α) «τρικυμία κακῶν» — η δίνη που επιφέρουν οι συμφορές (Αισχύλ.)
β) «τρικυμία τῆς τύχης» — καταδρομή τής τύχης (Λουκιαν.)
γ) «τρικυμία λόγου» — τερατώδης κομπορρημοσύνη (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + κῦμα + κατάλ. -ία (πρβλ. πεντα-κυμία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρικυμία — τρικῡμίᾱ , τρικυμία group of three waves fem nom/voc/acc dual τρικῡμίᾱ , τρικυμία group of three waves fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρικυμίᾳ — τρικῡμίαι , τρικυμία group of three waves fem nom/voc pl τρικῡμίᾱͅ , τρικυμία group of three waves fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρικυμία — η 1. μεγάλη θαλασσοταραχή, φουρτούνα. 2. μτφ., αναποδιά της τύχης, δύσκολη περίσταση, ταλαιπωρία: Γνώρισε πολλές τρικυμίες στη ζωή του ο στρατηγός. 3. πνευματική, ψυχική ταραχή: Τρικυμία των παθών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρικυμιώδης — ες, Ν 1. αυτός που αναφέρεται σε τρικυμία ή αυτός που έχει τρικυμία, ταραχώδης, φουρτουνιασμένος 2. μτφ. περιπετειώδης, πολυτάραχος. επίρρ... τρικυμιωδώς Ν με τρικυμιώδη τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρικυμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο… …   Dictionary of Greek

  • треволнение — русск. цслав. трьвълнениɪе τρικυμία (минея 1096г.; см. Срезн. III, 1015), сербск. цслав. трьвлънение. От трь (см. тре ) и волна по аналогии греч. τρικυμία; см. Потебня у Горяева, Доп. I, 49. Не является более вероятным сравнение с греч. τρέμω… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κακοτάξιδος — η, ο (κυρίως για πλοίο) αυτός που κάνει κακό ταξίδι, που επηρεάζεται από την τρικυμία, που κλυδωνίζεται πολύ από την τρικυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ταξίδι (πρβλ. καλο τάξιδος)] …   Dictionary of Greek

  • καταχειμάζομαι — (AM) προσβάλλομαι από κακοκαιρία, από τρικυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χειμάζομαι «προσβάλλομαι από καταιγίδα, από τρικυμία»] …   Dictionary of Greek

  • τρικυμίζω — Ν [τρικυμία] 1. επιφέρω τρικυμία 2. μτφ. διαταράσσω σε μεγάλο βαθμό, δημιουργώ αναστάτωση 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τρικυμισμένος, η, ο τρικυμιώδης …   Dictionary of Greek

  • Κύζικος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς των Δολιόνων, γιος του Αινεία και της Αινήτης. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι υποδέχθηκε τους Αργοναύτες, όταν το πλοίο τους έφτασε στη χώρα του, παρασυρμένο από την τρικυμία, τους φιλοξένησε εγκάρδια και… …   Dictionary of Greek

  • Μαλέας — Ακρωτήριο στο νοτιοανατολικό άκρο της Πελοποννήσου, απέναντι από τα Κύθηρα. Η κοινή του ονομασία είναι Κάβο Μαλιάς. Το ακρωτήριο ήταν γνωστό από τα αρχαία χρόνια και λεγόταν Μαλέα άκρα. Στην περιοχή πνέουν συνήθως άνεμοι και η τρικυμία είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”